- φοντάν
- το άκλ. шоколадная конфет(к)а
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φοντάν — το, Ν άκλ. είδος ζαχαρωτού που διαλύεται εύκολα στο στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fondant «είδος γλυκίσματος» < ρ. fondre «λειώνω» < λατ. fundo «χύνω»] … Dictionary of Greek
φοντάν — το άκλ. (λ. γαλλ.), είδος ζαχαρωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φοντάν, Λουί ντε- — (Fontanes, Νιορτ 1757 – Παρίσι 1821). Γάλλος ποιητής και πολιτικός. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές Η καλόγρια του Παρισιού, Ο τάφος του αγίου Διονυσίου, Στίχοι για τον Σατομπριάν πάνω στους μάρτυρες, σε κλασικό ύφος, αλλά ανανεωμένο με προσωπικούς … Dictionary of Greek
φοντανιέρα — η, Ν πορσελάνινο ή γυάλινο αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση τών φοντάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοντάν + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φρουτ ιέρα, ψωμ ιέρα)] … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek